- διατέρπομαι
- διατέρπομαι,A take one's pleasure with,
γυναικί App.Mith.27
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυναικί App.Mith.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διατέρπομαι — (Α) έχω ευχάριστες σχέσεις με κάποιον … Dictionary of Greek
διατέρπομαι — διά τέρπω delight pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)